- Ἑλληνιζόντων
- Ἑλληνίζωspeak Greekpres part act masc/neut gen plἙλληνίζωspeak Greekpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑλληνιζόντων — ἑλληνίζω speak Greek pres part act masc/neut gen pl ἑλληνίζω speak Greek pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλκιμος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος του βασιλιά της Πύλου Νηλέα. 2. Πατέρας του Μέντορα, πιστού φίλου του Οδυσσέα. 3. Σικελός ιστορικός, που έγραψε τα Σικελικά στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. 4. Στρατηγός του… … Dictionary of Greek